Γερμανικά » Ελληνικά

b, B [beː] <-, -> SUBST ουδ

2. b ΜΟΥΣ:

b
σι ουδ ύφεση

B

B Abk von συντομογραφία: Bor

B
βόριο ουδ

Βλέπε και: Bor

Bor <-s> [boːɐ] SUBST ουδ ενικ ΧΗΜ

Bor
βόριο ουδ

b.

b. Abk von συντομογραφία: bei

b.

Βλέπε και: bei

bei [baɪ] PREP +δοτ

b. w.

b. w. Abk von συντομογραφία: bitte wenden

b. w.

o. B.

o. B. Abk von συντομογραφία: ohne Befund

o. B.

z. B.

z. B. συντομογραφία: zum Beispiel

z. B.

Vitamin-B-Komplex <-(e)s, -e> SUBST αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με b

Vitamin A, B und C

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

"b" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский