Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „hinlaufen“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

hin|laufen irr VERB αμετάβ +sein

1. hinlaufen (rennen):

hinlaufen

2. hinlaufen οικ (zu Fuß gehen):

hinlaufen

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Sie konnten sich zu Plätzen erweitern, wobei die Straßen in ost-westlicher Richtung auf den Stadthügel hinlaufen.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"hinlaufen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский