Γερμανικά » Ελληνικά

Kurze(r) <-n, -n> SUBST αρσ οικ (Kurzschluss)

Kürze <-> [ˈkʏrtsə] SUBST θηλ ενικ

3. Kürze (im Ausdruck):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Kurze Kurzer" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский