Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „rausfliegen“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

raus|fliegen irr VERB αμετάβ +sein οικ

1. rausfliegen (Stein, Vogel):

rausfliegen

2. rausfliegen (hinausgeworfen werden):

rausfliegen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"rausfliegen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский