Γερμανικά » Ελληνικά

Schwarze(r) <-n, -n> SUBST mf

μάυρος αρσ (μαύρη) θηλ

Schwärze <-> [ˈʃvɛrtsə] SUBST θηλ ενικ

Schwarz <-(es)> SUBST ουδ ενικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "schwarzer" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский