Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „verfranzen“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

verfranzen [fɛɐˈfrantsən] VERB αυτοπ ρήμα

verfranzen sich verfranzen οικ:

sich verfranzen

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Am Ende waren 75 bis 80 % des Fells weiß, so dass nur noch fuchsrote Flecken mit gewolkten oder verfranzten Rändern an Lende und Flanke übrig blieben.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "verfranzen" σε άλλες γλώσσες

"verfranzen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский