Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: rundgehen , rundlich , Rundkolben και Rundfahrt

rund|gehen

rundgehen irr VERB απρόσ ρήμα +sein οικ:

rundlich ΕΠΊΘ

1. rundlich (annähernd rund):

2. rundlich (dicklich):

Rundfahrt <-, -en> SUBST θηλ

Rundkolben <-s, -> SUBST αρσ ΧΗΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "rundmachen" σε άλλες γλώσσες

"rundmachen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский